- ἀγριαχράς
- ἀγριαχράς, ἡ,A wild pear, Zopyr. ap. Orib.14.61.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀγριαχράδες — ἀγριαχράς wild pear fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)